-
1 край
край м 1) (конец) η άκρη; на краю города στην άκρη της πόλης 2) (страна) о τόπος· родной \край о πατρικός τόπος 3) (область) η περιοχή* * *м1) ( конец) η άκρηна краю́ го́рода — στην άκρη της πόλης
2) ( страна) ο τόποςродно́й край — ο πατρικός τόπος
3) ( область) η περιοχή -
2 край
кра||й Iм1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:родной \край ὁ πατρικός τόπος·3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.край IIм тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι.